ηλιολάτρης

ηλιολάτρης
ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις)
αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -λατρης (< λά-τρον), πρβλ. ανθρωπο-λάτρης, ειδωλο-λά-τρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλιολάτρης — ηλιολάτρης, ο και ηλιολάτρισσα, η αυτός που λατρεύει τον Ήλιο ως θεό: Όλοι σχεδόν οι λαοί της αρχαιότητας ήταν ηλιολάτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιολατρικός — ή, ό [ηλιολάτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλιολάτρη ή στην ηλιολατρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”